- ναυλοχώ
- ναυλοχώ βλ. πίν. 73
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ναυλοχώ — (Α ναυλοχῶ, έω) [ναύλοχος] νεοελλ. (ιδίως για πολεμικό πλοίο και για μοίρα στόλου) παραμένω σε λιμάνι ή σε όρμο, είμαι αγκυροβολημένος αρχ. (για πλοία με επιβάτες) παραμένω αγκυροβολημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και καιροφυλακτώ για να επιτεθώ κατά… … Dictionary of Greek
ναυλοχώ — ναυλόχησα (για πλοία), μένω σε λιμάνι, είμαι αραγμένος: Στολιμάνιτου Πειραιά ναυλοχεί μοίρα του πολεμικού ναυτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυλοχῶ — ναυλοχέω lie in a harbour pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυλοχέω lie in a harbour pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναυλοχούμαι — ἐνναυλοχοῡμαι, έομαι (Α) [ναυλοχούμαι] ναυλοχώ, είμαι αγκυροβολημένος, αραγμένος κάπου … Dictionary of Greek
στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… … Dictionary of Greek